φοινικικός

φοινικικός
(I)
-ή, -ό / φοινικικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Φοῑνιξ, -οίνικος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη (α. «φοινικικό αλφάβητο» — σύστημα γραφής που προήλθε από το βορειοσημιτικό αλφάβητο, διαδόθηκε από τους Φοίνικες εμπόρους σε ολόκληρη την περιοχή τής Μεσογείου και θεωρείται πρόγονος τού ελληνικού αλφαβήτου και, κατά συνέπεια, όλων τών αλφαβήτων τού δυτικού κόσμου
β. «φοινικική γλώσσα» — σημιτική γλώσσα που ανήκει στη βόρεια-κεντρική ή βορειοδυτική ομάδα και η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχαιότητα σε παράκτιες πόλεις τής Συρίας και τής Παλαιστίνης
γ. «φοινικικὰ γράμματα», Διόδ.)
μσν.-αρχ.
(κυρίως για δήλωση δόλου και πανουργίας) ο σχετικός με τους Καρχηδονίους («φοινικικὸν στρατήγημα», Πολ.)
αρχ.
ο πολύ παλιός, αυτός που χάνεται στα βάθη τής σκοτεινής αρχαιότητας.
επίρρ...
φοινικικῶς Α
όπως οι Φοίνικες.
————————
(II)
-ή, -όν, Α [φοῑνιξ (Ι), -οίνικος]
1. πορφυρός
2. μτφ. (για πολεμικά δεινά) αιματηρός.
————————
(III)
-ή, -όν, Α [φοῑνιξ (ΙΙΙ), -οίνικος]
φρ. «φοινικικοὶ ἄρτοι» — ψωμιά με χουρμάδες (Φίλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φοινικικός — Phoenician masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινικικός — Φοινῑκικός , Φοινικικός Phoenician masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φοινίκη ή τους Φοίνικες: Φοινικικό αλφάβητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοινικικά — φοινικικός Phoenician neut nom/voc/acc pl φοινικικά̱ , φοινικικός Phoenician fem nom/voc/acc dual φοινικικά̱ , φοινικικός Phoenician fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικικῶν — φοινικικός Phoenician fem gen pl φοινικικός Phoenician masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικικόν — φοινικικός Phoenician masc acc sg φοινικικός Phoenician neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικικαῖς — φοινικικός Phoenician fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικικοῖς — φοινικικός Phoenician masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικικοί — φοινικικός Phoenician masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικικοῦ — φοινικικός Phoenician masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”